- αλκαπτόνη
- η βιοχημικός όρος που παλαιότερα δινόταν στο ομογεντισινικό* οξύ, το οποίο απομονώνεται από τα ούρα τών πασχόντων από αλκαπτονουρία. Λέγεται και αλκαπτονικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkapton ή alcapton, νόθο σύνθετο < alkali (πρβλ. άλκαλι) + αρχ. ελλην. κάπτω «καταπίνω, χάφτω, καταβροχθιζω)» + κατάλ. -on (πρβλ. -όνη)].
Dictionary of Greek. 2013.